- χρυσολαβής
- -ές, Ααυτός που έχει χρυσή λαβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -λαβής (< θ. λαβ- τού λαμβάνω*, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαβ-ον), πρβλ. μεσο-λαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσολαβές — χρυσολαβής with haft of gold masc/fem voc sg χρυσολαβής with haft of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)